πόρω

πόρω
Α
1. παρέχω, προσφέρω, δίνω (α. «ἣν διὰ μαντοσύνην τὴν οἱ πόρε Φοῑβος Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ.
β. «αὐτὰρ ἐμοὶ καὶ ἀμέτρητον πένθος πόρε δαίμων», Ομ. Οδ.)
2. πορεύω, οδηγώ, φέρνω κάποιον κάπου («εἴ τις... δεῡρο Θησέα πόροι», Σοφ.)
3. φρ. α) «υἱov πορεῑν τινι» — το να γεννήσει μια γυναίκα γιο σε κάποιον, να γεννήσει τον γιο του («πόρεν δὲ οἱ ἀγλαὸν υἱόν», Ομ. Ιλ.)
β) «ὅρκον πορεῑν» — το να δίνει κανείς όρκο, να είναι πρόθυμος να δώσει όρκο («ὅρκον πορόντας», Αισχύλ.)
4. (το γ. εν. πρόσ. παρακμ.) πέπρωται
βλ. πέπρωται
5. (μτχ. παρακμ.) πεπρωμένος, -η, -ον
βλ. πεπρωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άχρηστος ενεστ. ενός ρ., το οποίο απαντά μόνο στον αόρ. -πορ-ον και στον παθ. παρακμ. πέ-πρω-ται (πρβλ. και μτχ. πεπρωμένον). Ο αόρ. -πορ-ον εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα πορ- τής ΙΕ ρίζας *per-/*perā- «διαπερνώ, διέρχομαι» τού ρ. πείρω* (πρβλ. και πόρος, πέρνημι), ενώ ο παρακμ. πέ-πρω-ται (< *preә3-) ανάγεται στη δισύλλαβη μορφή τής ρίζας με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και ετεροιωμένο το δεύτερο (πρβλ. τείρω: τορ-εῖν: τέ-τρωμαι). Παρόμοια εναλλαγή ανάμεσα σε τ. αορ. με φωνηεντισμό -ο- και τ. άλλων χρόνων με -ω- έχουμε στα ρήματα: βλώσκω: μολεῖν, θρῴσκω: θορεῖν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πόρω — πόρος means of passing a river masc nom/voc/acc dual πόρος means of passing a river masc gen sg (doric aeolic) πόρω furnish aor subj act 1st sg πορόω furnish with pores pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πορόω furnish with pores imperf ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορῶ — πορόω furnish with pores pres subj act 1st sg πορόω furnish with pores pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρῳ — πόρος means of passing a river masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπρωμένα — πόρω furnish perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπρωμένᾱ , πόρω furnish perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπρωμένᾱ , πόρω furnish perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπρωμένον — πόρω furnish perf part mp masc acc sg πόρω furnish perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπρωμένων — πόρω furnish perf part mp fem gen pl πόρω furnish perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορόντα — πόρω furnish aor part act neut nom/voc/acc pl πόρω furnish aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔπορον — πόρω furnish aor ind act 3rd pl πόρω furnish aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπρωμένη — πόρω furnish perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπρωμένην — πόρω furnish perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”